- ανυπέρβατος
- -η, -ο (Α ἀνυπέρβατος, -ον)1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους»)2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητοςαρχ.(επίρρ., -τως)α) χωρίς καμμιά παράλειψηβ) λεπτομερώςγ) συνεχώς.
Dictionary of Greek. 2013.